κουρσεύω

κουρσεύω
(I)
(Μ κουρσεύω) [κούρσος]
1. εκτελώ επιδρομή σε ξένη χώρα, κάνω ληστρική επιδρομή, λεηλατώ, λαφυραγωγώ
νεοελλ.
1. (σχετικά με δένδρο) κατακόβω
2. καταστρέφω
νεοελλ.-μσν.
κυριεύω, εκπορθώ
μσν.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρσεμένος, -η, -ον
καταπονημένος, εξαντλημένος
2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τα κουρσεμένα
η λεία, τα λάφυρα.
————————
(II)
κουρσεύω (Μ) [κούρσα]
τρέχω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουρσεύω — seize pres subj act 1st sg κουρσεύω seize pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρσεύω — κουρσεύω, κούρσεψα, κουρσεμένος βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουρσεύω — κάνω καταδρομή σε εχθρική χώρα, λεηλατώ, κυριεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουρσεύετε — κουρσεύω seize pres imperat act 2nd pl κουρσεύω seize pres ind act 2nd pl κουρσεύω seize imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρσεύσει — κουρσεύω seize aor subj act 3rd sg (epic) κουρσεύω seize fut ind mid 2nd sg κουρσεύω seize fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρσευομένων — κουρσεύω seize pres part mp fem gen pl κουρσεύω seize pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρσευόντων — κουρσεύω seize pres part act masc/neut gen pl κουρσεύω seize pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρσεύει — κουρσεύω seize pres ind mp 2nd sg κουρσεύω seize pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρσεύομεν — κουρσεύω seize pres ind act 1st pl κουρσεύω seize imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκούρσευον — κουρσεύω seize imperf ind act 3rd pl κουρσεύω seize imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”