- κουρσεύω
- (I)(Μ κουρσεύω) [κούρσος]1. εκτελώ επιδρομή σε ξένη χώρα, κάνω ληστρική επιδρομή, λεηλατώ, λαφυραγωγώνεοελλ.1. (σχετικά με δένδρο) κατακόβω2. καταστρέφωνεοελλ.-μσν.κυριεύω, εκπορθώμσν.1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρσεμένος, -η, -ονκαταπονημένος, εξαντλημένος2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τα κουρσεμέναη λεία, τα λάφυρα.————————(II)κουρσεύω (Μ) [κούρσα]τρέχω.
Dictionary of Greek. 2013.